- νεότητα
- και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος]1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ.β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος δὲ τὸ γῆρας αἰεί», Ευρ.)2. (περιλπτ.) το σύνολο τών νεαρών ατόμων και ιδίως αυτών που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία, η νεολαία («η νεότητα κάθε εποχής αλλά και κάθε κοινωνίας έχει τον δικό της τρόπο σκέψης»)νεοελλ.-μσν.1. νεανικό σῶμα, νεανική κορμοστασιά2. φρ. «χάνω τη νιότη μου»i) πεθαίνω νέοςii) περνούν αναξιοποίητα τα νεανικά μου χρόνια, χαραμίζονται τα νιάτα μουμσν.1. άτομο νεαρής ηλικίας2. (κατ' επέκτ.) οι χάρες τής νεανικής ηλικίας3. μτφ. (για την άνοιξη) ξεκίνημα, αρχή4. (για δέντρα) θαλερά κλαδιά5. φρ. α) «ἀποκόπτω τὸ ἄνθος (ή τὸ κάλλος) τῆς νεότητος» ή «κόβω τὴ νιότη» — θανατώνω κάποιον σε νεαρή ηλικίαβ) «ἀπολλύνω τὸ ἄνθος τῆς νεότητος» ή «στεροῡμαι τὴν νιότην μου» — πεθαίνω νέοςαρχ.1. ορμή η οποία προσιδιάζει στους νέους, νεανικό θάρρος ή νεανική τόλμη2. νεανική επιπολαιότητα, ανοησία («νεότης καὶ ἄνοια», Πλάτ.)3. νεανική υπεροψία («ὀργῇ καὶ νεότητι τρέψας ἑαυτὸν εἰς ἰάμβους, πολλὰ τὸν Σκιπίωνα καθύβρισε», Πλούτ.)4. ως κύριο όν. Νεότηςη θεά τής εφηβικής ηλικίας5. (στην Κρήτη ἁ νεότοςσυμβούλιο αρχόντων το οποίο εκπροσωπούσε τους νέους.
Dictionary of Greek. 2013.